.

Πανηγύρι Αγίας Παρασκευής - 26 Ιουλίου

Η Αγία Παρασκευή είναι η εκκλησία του νεκροταφείου μας, εκεί στις παρυφές του χωριού και του δάσους. Όπως και τα ηπειρώτικα γλέντια άρχιζαν με μοιρολόγια, που ήταν ένα μνημόσυνο και προσκλητήριο των νεκρών στο γλέντι, έτσι ήταν και το δικό μας πανηγύρι προς τιμήν της Αγίας Παρασκευής, που διαφέντευε τον λειμώνα των προγόνων μας.

Οι άνθρωποι στο τέλος Ιουλίου, είχαν τελειώσει με τις βασικές γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες και χρειάζονταν μια μεγάλη γιορτή για να γλεντοκοπήσουνε και λίγο. Επομένως, είχε καθιερωθεί να γίνεται μεγάλο πανηγύρι στην πλατεία του χωριού, ετησίως στις 26 Ιουλίου. 

Στο βασίλεμα του Ιούλη, στις 26 και στις 27, όλοι τιμούσαν την Αγία Παρασκευή. Πρωί ανηφόριζαν στο βασίλειο της Σιωπής, άναβαν μελισσοκέρι στην Προστάτιδα του χωριού, έκαναν τρισάγιο στους ανθρώπους τους, και ύστερις «οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς».

Ξεφάντωμα στην πλατεία! Κορυφαίος του χορού ο Νίκος Κοντός! «Φλοερούλα» τον φώναζαν, γιατί γκόλφι στο μέρος της καρδιάς είχε τη φλογέρα του. Πέταγε την ατλαζένια σκούφια του για τσαλίμια και σκέρτσα λεβέντικα. Περήφανος μέσα στον ντουλαμά του, έστελνε την ψυχή του στην ουρανόπορτα του ήλιου:

« Ήλιε, που βγαίνεις το πρωί και τον ντουνιά ζεσταίνεις, μένα γιατί μ' αρνήθηκες....»

Σε τούτο το παγγύρι σβήναν όλα. Καημοί, κούραση, έγνοιες, τσακωμοί, χρέη, φτώχεια, αναπαραδιά... Τα σκέπαζαν με καραμελωτές κουβέρτες υφασμένες από κουτσοκέφαλα, γέλια, χαρές, νοτισμένα με μπόλικο κρασί.

Χορός στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην πλατεία Κρικέλλου 26-7--1959.
Χορός στο πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής στην πλατεία Κρικέλλου 26-7--1959.

Στα παγγύρια.

«Έρμο βιολί π' αράχνιασες

στον τοίχο κρεμασμένο

κι οι χορδές σου έχουν σπάσει

Γι' αναθυμήσου έναν καιρό

παληό κι ονειρεμένο

μπροστά στο χοροστάσι

Λεβέντες αναφτέρωνες

σ' ανάερους χορούς

με το γλυκό σκοπό....»

(Στέφανος Γρανίτσας)

Πανηγύρι Παναγιάς - 23 Αυγούστου 

Στις 23 Αυγούστου, στα "Εννιάμερα" της Παναγίας, το Κρίκελλο ζει στους ρυθμούς του γλεντιού, του κεφιού και της παράδοσης. 

΄΄Ήδη από τις 22 Αυγούστου το βράδυ ξεκινάει το πανηγύρι στην πλατεία του χωριού. 

Το πρωί, μετά το πανηγύρι, οι Κρικελλιώτες πάνε στην Παναγιά, που τελείται η Λειτουργία. Όταν ολοκληρωθεί η Λειτουργία, συνεχίζουν με υπαίθριο πικ-νικ και πανηγύρι μέχρι το απόγευμα. Πριν στρωθεί το φαγητό, επιβάλλεται μία βόλτα μέσα στο μονοπάτι του δάσους, που οδηγεί στην πηγή που ονομάζεται "Αθάνατο Νερό". Εικάζεται πως όποιος καταφέρει να φτάσει στην πηγή και να πιει, θα ζει για πάντα (εξ' ου και το "Αθάνατο"). 

Ο εορτασμός ολοκληρώνεται στις 23 Αυγούστου, το βράδυ στην πλατεία του χωριού με πανηγύρι!


Χειμώνιασε στα μαλλιά του Βιολιστή της Ευρυτανίας, που μέτρησε τα βήματά του στις ρούγες των χωριών, στα διάσελα των τσελιγκάτων, στα ξωκκλήσια τα χιλιοδαρμένα απ' τον χιονιά και την αντηλιά. Όπου γάμος και πανηγύρι, πρώτος και καλύτερος ο Γιώργος ο Μητρούκας, να στάζει βάλσαμο στα ντέρτια με τις δοξαριές του.

Στύλωνε, γέρος πια, τη ματιά στ' αγαπημένο του βιολί, στραφτάλιζε τις θύμησες στο ποτήρι με το τσίπουρο κι έπαιζε με τα τέλια της καρδιάς του σκοπούς του τόπου του.

Κάθε που λιόγερνε ο Ιούνης, στις 29 και στις 30, κατέβαιναν τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, στους Αγίους Αποστόλους, στο Κρίκελλο. Ευλογούσαν τους πανηγυριώτες, μέχρι το 1963, που γιόρτασαν για τελευταία φορά, κι έκλεισαν τις μνήμες τους σε φυλλοκάρδι εφτασφράγιστο.

Για δυό μέρες έκαναν σύναξη γιορτοντυμένοι συντοπίτες και «σιακατινοί» Τσελιγκάδες, που ευχαριστούσαν τους Αγίους, αφού τους αξίωσαν ν' ανέβουν απ' τα χειμαδιά στ' αγαπημένα τους βουνά, με χιλιάδες γιδοπρόβατα, ν' ανασάνουν καθάριο αέρα, να μην τους φάει ο κάμπος ο «ζαλερός». Αντιλαλούσαν τα τόπια από βελάσματα, μουγκανίσματα, κυπροκούδουνα, κελαηδισμούς ανείπωτους. Οι μπιστικοί, όταν κάποια γίδα ζουναγκιάζονταν σε μέρος δύσβατο, κακοτράχαλο, και με την ψυχή στο στόμα κρεμασμένοι με σκοινί την έσωζαν, την έταζαν στη χάρη Τους.

Οι φιλέορτες Ευρυτάνες γλένταγαν τη ζωή. Έβρισκαν την ευκαιρία σ' αυτό το κλίμα της ανάτασης και της ευφορίας, οι προξενήτρες να στολίζουν τα χείλη με παινέματα, για την υποψήφια νύφη: - Είνι ν'κουκυρά, τα χέρια τ'ς γράφ'νι! Ούλα τα χουσμέτια τα φκιάν'! Δεν κουρκουσουρέβ' !...

Κι από κοντά έριχναν τις κατάλληλες σαϊτιές στο κορίτσι: - Χρ'σουχέρ'ς, τσιλιπής, γαλαντόμους! Καλότυχ' π' θα τουν πάρ' ς τον λιβέντ'....

Μήνες οι ανύπαντρες ετοίμαζαν τις φορεσιές τους για τα πανηγύρια. Δαχτυλοπέρναγαν στη βελόνα τα όνειρά τους, για όμορφους νέους. Στητές, ξετύλιγαν την αρχοντιά τους σε περπατησιά δωρική, περήφανη, ξελογιάστρα. Τα παλληκάρια τις καμάρωναν και ξέχναγαν μονομιάς τη συμβουλή της μανιάς; - « Γυναίκα στο χορό και φοράδα το Μάη μη διαλέξεις γιόκα μ' !» Έφερναν «γυρβουλιές» τα διψασμένα τους μάτια και ζωγράφιζαν χορευτικά σε μετερίζια ερωτικά:

« Για ιδέστε το μαργιόλικο τ' αναθεματισμένο....»

Στο μήνα πάνω, στις 23 Αυγούστου, γινόταν το μεγάλο αντάμωμα στην Παναγιά τους. Ήταν περισσότερο θρησκευτική μάζωξη. Είχε κάτι από αρχαϊκή μεγαλοπρέπεια, διανθισμένη με χριστιανική σεμνότητα και εσωτερική γαλήνη

« Μυρμηγκιά» ανθρώπινη απ' τα Κουμπάνια ως το Τρανό το Ίσιωμα, απλωνόταν στον χώρο της Προσευχής. Αχάραγα, κινούσαν με τα πόδια για τον αγαπημένο τους λόφο. Άπλωναν τα πολύχρωμα χεράμια κάτω απ' το δικό τους δέντρο, το ονοματισμένο απ' τον προπάππο για την κάθε φαμελιά. Σελιώτες, Συγκρελιώτες, Ανιαδιώτες, Κρικελλιώτες, έκλειναν το γόνυ στο πανάρχαιο τέμπλο. Ψαλμωδίες και λιβανωτό υψώνονταν, δέηση σεμνή στην Πλατυτέρα.

Σαν έπαιρναν τ' αντίδωρο, παραδίνονταν σε καταρράχτες ευχών, στίχων, ρυθμών και παραδόσεων. Οι νέοι κανταριάζονταν στο μονοπάτι προς τ' Ανήλια να φέρουν στις ξύλινες βαρέλες τους το μοναδικό στην περιοχή πόσιμο , τ' Αθάνατο νερό.

Κάτω απ' τις ευσκιόφυλλες βελανιδιές, τα αιωνόβια πουρνάρια, περίμεναν τον παπά, να ευλογήσει τα φαγητά τους, τα ψητά στις σούβλες και τ' αγγειά με το γλυκόπιοτο κρασί. Ζυγιές τα όργανα ετοίμαζαν ακούσματα διονυσιακά. Κι άρχιζε ένα γαϊτανάκι στα τραγούδια της τάβλας.

Το 'πιαναν οι Σελιώτες πρώτοι, ξακουστοί διασκεδαστές:

« Για την καλή, ντιλμπεράκι, αμάν

Για την καλή μας συντροφιά, ντιλμπέρι, ντιλμπεράκι,

θα ειπώ ένα τραγουδάκι .....»

Τους αντιγύριζαν οι Κρικελλιώτες:

« Σ' αυτήν την τάβλα που 'μαστε, σε τούτο το τραπέζι

τον Άγγελο φιλεύουμε και τον Χριστό κερνάμε

και την Παρθένα Δέσποινα κι Αυτή Την προσκυνάμε...»

Το σουρούπωμα συνέχιζαν το γιορτάσι στην πλατεία, στο Κρίκελλο. Οι γλεντοκόποι ποδοβροντούσαν αστραπόφτερα τα πόδια στη γη και συναγωνίζονταν στις φιγούρες της αντρειοσύνης.


Ο Γιώργος ο Βλάχος, μερακλής, τελοιόφοιτος Σχολαρχείου, άριστος ομιλητής της γλώσσας των διαβασμένων, λάτρης του Ωραίου, πετάριζε στους αχούς του ζουρνά και του ξεροντάουλου. « Βελημπέο» τον θυμούνται όλοι. Άκουγε στο παρωνύμι του παππούλη του, ξακουστού για τη φτεροσύνη στα πόδια. Πέταγε ως τη Ράχη Τυμφρηστού και καραούλιαζε, αν ερχόταν ο Αγάς του Καρπενησίου για να εισπράξει το χαράτσι. Έσωσε πολλούς στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ειδοποιώντας τους έγκαιρα: - Τρέξτε! Κρύψτε τ' αγόρια σας, τα γεννήματα! Έρχεται ο Βελήμπεης!

Κι ο μπαρμπα-Γιώργης, που πέντε χρόνια πολέμαγε στη Μικρά Ασία, δίπλα στον Μαύρο Καβαλάρη, φορούσε τη φουστανέλα του και ξόρκιζε τον Χάρο, χορεύοντας:

«Χελιδονάκι θα γενώ στην Αραπιά θα πάω,

κι εκεί θα πάω να παντρευτώ

Θα πάρω έναν Αράπη να κάθομαι να τον ρωτώ

πώς πιάνεται η Αγάπη...»

Τούτο το Πανηγύρι του Χωριού, χάνεται στους αιώνες.

Για 90 χρόνια, όμως, σταμάτησε να γίνεται στο χώρο της Παναγιάς.

Στις 23 Αυγούστου του 1840, μαζεύτηκαν απ' όλη την Ευρυτανία να γιορτάσουν τη Λευτεριά και να οργανώσουν τον ξεσηκωμό στην υπόλοιπη σκλαβωμένη Ελλάδα. Πήραν φωτιά τα όργανα.... Το κρασί έρρεε... Το μυαλό ξεστράτιζε... Δυό νταήδες άρχισαν αν λογοφέρνουν. Πρώτος ο Νίκος απ' την Ανιάδα, άρπαξε μια ελατίσια σούβλα κι όρμηξε στον Παναγή απ' το Κρίκελλο, που κλωτσοπήδαγε ν' αποφύγει το ξεκοίλιασμα. Στα δύσκολα έπιασε ένα γιαταγάνι, λάφυρο απ' τη μάχη στην Καλιακούδα, κι έκοβε λίγο-λίγο το ξύλινο όπλο του αντιπάλου. Κάποιος φώναξε: - Βαράτε, ορέ, να χορέψουμε! Για δυό ζουρλούς θα χαλάσει ο Στέγκος;

Του κάκου! Το πάλεμα συνεχίστηκε μέχρι που ο Ανιαδιώτης σωριάστηκε στη γη.

Άμπλας το αίμα....

Πάψανε οι μουσικάντηδες...

Κόπηκαν τα γέλια μαχαίρι...

Μαυροντύθηκαν οι ψυχές...

Κι από τότε ο τόπος στοίχειωσε...

Κανένας δεν πήγαινε να οργώσει το χωράφι του εκεί....

Μέχρι που στα 1930 πίστεψαν πως η Παναγιά τούς έστειλε σημάδι πως πρέπει να συνεχίσουν να Την τιμούν!

Τούτο το Πανηγύρι, καλεί έκτοτε και περιμένει να το κρατήσουν οι νέοι ζωντανό. Σε μια κοινωνία που λιποψυχά, παραστρατίζει, κυνηγά τους ιούς, το «πανηγύρι το πανεύοσμο» καρτεράει να δώσει λάμψη αρχέγονη στα έθιμα που χάνονται.


  • Πάμε παγγύρι! λένε τα Κρικελλιωτόπουλα, και δίνουν ραντεβού κάτω απ' τα πλατάνια στον Άη-Νικόλα.

Κι όσο «ο Αύγουστος θα λούζεται στην αστροφεγγιά κι απ' τα γένια του θα στάζουν άστρα και γιασεμιά» (Οδυσσέα Ελύτη), οι Ευρυτάνες θα ορκίζονται πως στις 23 του μήνα θα 'ναι στα χωριά τους, ν' αναβιώνουν την Παράδοση και να τους βρίσκει η ροδοδάχτυλη Αυγή, φωτεινούς, μετέωρους, ένθεους, στο Χοροστάσι της Ζωής.


Ακευσώ

Λεξιλόγιο ντοπιολαλιάς:

Ζουναγκιάζομαι =Παγιδεύομαι σε βράχο

Ζαλερός = Αυτός που φέρνει ζάλη

Χουσμέτια = Δουλειές

Τσιλιπής =Αυτός που ντύνεται καλά

Κουρκουσουρεύω =Βάζω λόγια, ανακατεύω

Χεράμια =Στρωσίδια

Ντιλμπέρι (Τούρκικη λέξη Dilber) = Καλλονή

Στέγκος = Χορός Αμπλιανίτικος

Άμπλας = πηγή νερού

Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε